- βαθιοκοιμίζω
- -ισα, βαθιοκοιμισμένος, κοιμίζω κάποιον βαθιά: Πάντα βαθιοκοιμίζω το μωρό με νανουρίσματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.